Η Σαμοθράκη είναι νησί του Θρακικού Πελάγους. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του Αιγαίου, μεταξύ των νησιών Λήμνος, Ίμβρος και Θάσος, και απέχει 24 ναυτικά μίλια από την Αλεξανδρούπολη. Πρωτεύουσα του νησιού είναι το χωριό Χώρα, ένας αμφιθεατρικά χτισμένος οικισμός
Η επιφάνεια του νησιού είναι 178 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ η υψηλότερη κορυφή του έχει υψόμετρο 1.611 μέτρα. Με αυτό το ύψος, η Σαμοθράκη είναι το ψηλότερο ελληνικό νησί στο Αιγαίο – με την εξαίρεση των δύο μεγαλονήσων, της Κρήτης και της Εύβοιας. Το όνομα του βουνού είναι Σάος και οι ντόπιοι το ονομάζουν «Φεγγάρι» (όπως και την υψηλότερη κορυφή του), καθώς είναι «τόσο ψηλό, που κρύβει το φεγγάρι». Εξάλλου, το όνομα του νησιού σημαίνει «φεγγαροθράκη», από το αρχαιοελληνικό σάος = φεγγάρι.
Η Σαμοθράκη αποτελεί τον ομώνυμο δήμο και υπάγεται διοικητικά στην Περιφερειακή Ενότητα Έβρου. Ο μόνιμος πληθυσμός του νησιού, σύμφωνα με την Απογραφή του 2011, είναι 2.859 κάτοικοι. Μέσω του λιμανιού της Καμαριώτισσας, η Σαμοθράκη συνδέεται ακτοπλοϊκά με την Αλεξανδρούπολη και τη Λήμνο[1], ενώ παλαιότερα συνδεόταν με την Καβάλα, το Λαύριο, καθώς και με άλλα νησιά του Αιγαίου. Η οικονομία της Σαμοθράκης βασίζεται ως επί το πλείστον στον τουρισμό και στην αλιεία.
Η Σαμοθράκη είναι παγκοσμίως γνωστή λόγω του διάσημου αρχαιοελληνικού αγάλματος της Νίκης, το οποίο βρέθηκε το 1863 στο νησί. Το άγαλμα, ύψους 2,75 μέτρων, εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι. Επιπλέον, κατά την αρχαιότητα στο νησί λάμβαναν χώρα τα Καβείρια Μυστήρια, αποκρυφιστικές τελετές, που το περιεχόμενό τους δεν έχει διαλευκανθεί απόλυτα μέχρι σήμερα.
Η ιδιαιτερότητα του νησιού οφείλεται στην άγρια παρθένα φύση με τα απότομα βουνά, την πλούσια χλωρίδα και πανίδα, τα δάση με πλατάνια, πεύκα, καστανιές, κέδρους και άλλα δέντρα, τις πηγές, τους καταρράκτες, τις μικρές λίμνες κατά μήκος των ρεμάτων στις πλαγιές του βουνού (οι ντόπιοι τις ονομάζουν βάθρες) και τις παραλίες. Τα πλατανοδάση κατεβαίνουν ως τις παραλίες της Σαμοθράκης και σχεδόν φτάνουν στη θάλασσα.Το νησί έχει ωοειδές σχήμα, με ακτογραμμή 59 χιλιομέτρων, εκ των οποίων περίπου τα 35 αποτελούν παραλίες, οι περισσότερες από αυτές πετρώδεις. Η θαλάσσια περιοχή γύρω από τη Σαμοθράκη είναι μια από τις πλουσιότερες σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, όσον αφορά τη θαλάσσια και υποβρύχια ζωή που φιλοξενεί.
Η Σαμοθράκη είχε μεγάλο θρησκευτικό ενδιαφέρον λόγω των Καβειρίων Μυστηρίων. Τα μυστήρια τελούνταν στο χώρο του Ιερού των Μεγάλων Θεών, που αποτελεί τώρα τον σημαντικότερο αρχαιολογικό τόπο στο νησί.
Λέγεται πως στα Καβείρια Μυστήρια συναντήθηκαν για πρώτη φορά οι γονείς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Φίλιππος Β' και η Ολυμπιάδα, και πως στο νησί πραγματοποιήθηκε η σύλληψη του μεγάλου στρατηλάτη. Στα Καβείρια Μυστήρια μπορούσαν να πάρουν μέρος ελεύθεροι πολίτες, αλλά και δούλοι – σε αντίθεση με τα Ελευσίνια Μυστήρια, όπου απαγορευόταν η συμμετοχή των δούλων.Η Σαμοθράκη κατοικήθηκε για πρώτη φορά από τους Πελασγούς και αργότερα από τους Θράκες. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ως πρώτο έποικο του νησιού τον Βούτη, γιο του θεού του βορείου ανέμου Βορέα.[2] Η αρχαία πόλη, η Παλαιόπολη, βρίσκεται στα βόρεια του νησιού, ενώ παραμένουν τα επιβλητικά αρχαία τείχη της, χτισμένα σε κυκλώπειο ύφος. Στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. το νησί αποικίστηκε από Έλληνες της Σάμου. Καταλήφθηκε από τους Πέρσες το 508 π.Χ., αλλά αργότερα βρέθηκε υπό τον έλεγχο της Αθήνας. Στη συνέχεια και μέχρι το 168 π.Χ. βρισκόταν κάτω από μακεδονική κυριαρχία.
Κατά τη ρωμαϊκή, και ιδιαίτερα την αυτοκρατορική περίοδο, χάρη στο ενδιαφέρον των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και τον σεβασμό τους προς τους Μεγάλους Θεούς, η ακτινοβολία της Σαμοθράκης είχε πια ξεπεράσει τα σύνορα του ελλαδικού χώρου και έγινε διεθνές θρησκευτικό κέντρο, όπου συνέρρεαν πλήθη προσκυνητών (αξιωματούχων και απλών πολιτών) απ' όλο τον ρωμαϊκό κόσμο. Εκτός από το ιερό της Σαμοθράκης, στη μεγάλη ανάπτυξή της είχαν συμβάλει επίσης τα δυο λιμάνια που διέθετε η πόλη, και τα οποία αποτελούσαν έναν από τους κυριότερους σταθμούς για τα πλοία που χρησιμοποιούσαν τον θαλάσσιο δρόμο Τρωάδας-Μακεδονίας, ενώ πρόσφεραν παράλληλα στους κατοίκους της τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αξιόλογης εμπορικής δραστηριότητας. Επιπλέον, η Σαμοθράκη είχε το μεγάλο προνόμιο, όπως και η Θάσος, να εκμεταλλεύεται τις φυσικές πηγές πλούτου όχι μόνο του νησιού, αλλά και της περαίας της (της ηπείρου ή ιεράς χώρας των Μεγάλων Θεών), όπου μάλιστα από την πρώιμη αρχαιότητα είχε ιδρύσει μια σειρά οικισμών που λειτούργησαν ταυτόχρονα ως αγροτικοί και εμπορικοί σταθμοί («εμπόρια»), όπως ήταν η Δρυς, τα Τέμπυρα, η Σάλη και το Χαράκωμα. Κατά τους πρώτους αιώνες της ρωμαϊκής κυριαρχίας, η Σαμοθράκη είχε κηρυχθεί ελεύθερη πόλη (civitas libera), αλλά έχασε ορισμένες κτήσεις της στην περαία. Ωστόσο, κατά την αυτοκρατορική περίοδο –ίσως από το 46 μ.Χ., που η Θράκη μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία– οι Ρωμαίοι αναγνώρισαν τις παλιές κτήσεις της στη σαμοθρακική περαία, όπως μαρτυρούν οροθετικές επιγραφές του 1ου μ.Χ. αιώνα[3].
Οι Βυζαντινοί ήταν οι επόμενοι κυρίαρχοι του νησιού, μέχρι το 1204. Στο νησί εξορίστηκε, κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας, και πέθανε ο χρονογράφος και άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας Θεοφάνης ο ομολογητής (760-817 μ.Χ.). Αργότερα ήρθαν ως κυρίαρχοι οι Ενετοί και μετά η γενουάτικη οικογένεια των Γκατιλούζι (εξελ. Γατελούζοι) το 1355. Τα γενουάτικα οχυρά παραμένουν, μάλιστα ο Πύργος των Γκατιλούζι αποτελεί ένα ακόμη πολύ σημαντικό μνημείο.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέκτησε τη Σαμοθράκη το 1457 και όταν ο κάτοικοι του νησιού επαναστάτησαν το 1821, οι Τούρκοι σκότωσαν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού (Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης) την 1η Σεπτεμβρίου 1821, όταν 1.500 Έλληνες πουλήθηκαν ως σκλάβοι στα παζάρια της Ανατολής[1] Το νησί απελευθερώθηκε οριστικά μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1913, αν και πέρασε ένα μικρό διάστημα υπό βουλγαρική κατοχή κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.